καταστροφεῖς

καταστροφεῖς
καταστροφεύς
one who ruins
masc acc pl
καταστροφεύς
one who ruins
masc nom/voc pl (parad-form)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άρμα μάχης — Όχημα, ερπυστριοφόρο και θωρακισμένο, οπλισμένο βασικά με πυροβόλο και πολυβόλα. Τα ά.μ. χαρακτηρίζονται από την ικανότητά τους να κινούνται σχεδόν σε οποιοδήποτε έδαφος από την προστασία του θώρακα και την ισχύ πυρός. Διακρίνονται σε ελαφρά (για …   Dictionary of Greek

  • κοκκινέλη — Κολεόπτερο της οικογένειας των κοκκινελιδών, η οποία περιλαμβάνει περισσότερα από 5.000 είδη παγκοσμίως. Οι κ. έχουν μέτριες διαστάσεις (κατά κανόνα 3 6 χιλιοστά), κυρτή, κίτρινη, κόκκινη ή μαύρη ράχη, καλυμμένη από έλυτρα, στα οποία υπάρχουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”